- έπειτα
- επίρρ. χρον.1. κατόπι, ύστερα, μετέπειτα, αργότερα.2. εκτός από αυτό, επίσης, εξάλλου, άλλωστε: Είναι δύσκολο, έπειτα είναι και επικίνδυνο.3. με την πρόθ. από, που ακολουθεί σημαίνει, α. κατόπι, ύστερα, μετά: Έπειτα από πολλά χρόνια. β. εξαιτίας ή σε αντίθεση: Μέθυσε βέβαια έπειτα από τόσο κρασί. – Έπειτα από τόσες ευεργεσίες να με βρίζει κιόλας.4. σε ερώτηση (έπειτα ή κι έπειτα) εκφράζει περιφρονητική ή ειρωνική αδιαφορία: Με απειλείς με μήνυση· κι έπειτα;
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.